- εὐτραφεῖς
- εὐτραφέωto be well-nourishedpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐτραφήςwell-fedmasc/fem acc plεὐτραφήςwell-fedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύθηλος — εὔθηλος, ον (Α) 1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον») 2. (ως επίθ. τού μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή] … Dictionary of Greek
χοντρόκωλος — η, ο, θηλ. και χοντροκώλα, Ν αυτός που έχει ευτραφείς γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + κώλος] … Dictionary of Greek